- Βροτέου
- Βροτέηςmasc gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτέου — βρότειος mortal masc/neut gen sg βρότεος mortal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαιήιος — γαιήιος. η, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε απ τη γη 2. ο γήινος («βίου βροτέου γαιήια δεσμά·» τα γήινα δεσμά της ανθρώπινης ζωής) 3. (κύρ. όν.) Γαιήιος ή Γαίειος επίκληση του Ποσειδώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαία (κατά τα επίθετα σε ήιος)] … Dictionary of Greek